- παροπλισμός
- παροπλισμός, ο και παρόπλιση, ηαφοπλισμός, ξαρμάτωμα πλοίου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παροπλισμός — ο, ΝΑ [παροπλίζω] νεοελλ. κατάσταση πλοίου το οποίο παραμένει αγκυροβολημένο σε λιμάνι και αποσκευασμένο, δηλ. χωρίς τα αναγκαία για πλου, με ελάχιστο πλήρωμα για την στοιχειώδη συντήρηση και φύλαξή του … Dictionary of Greek
παροπλισμόν — παροπλισμός disarming masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Hellenic Navy — This article is about the naval forces of modern Greece. For information on naval warfare in ancient Greece, see Hellenistic era warships. Hellenic Navy Πολεμικό Ναυτικό Polemikó Naf̱tikó Hellenic Navy Seal … Wikipedia
εξαρμάτωμα — και ξαρμάτωμα το [εξαμαρτώνω] 1. η βίαιη αφαίρεση τού οπλισμού από κάποιον, αφοπλισμός 2. (για πλοίο) παροπλισμός 3. συνεκδ. η προσβολή που γίνεται σε κάποιον με την αφαίρεση τού οπλισμού του … Dictionary of Greek
ξαρμάτωμα — το [ξαρματώνω] 1. η αφαίρεση τού οπλισμού, ο αφοπλισμός 2. ναυτ. η αφαίρεση τής εξαρτίας τού πλοίου, παροπλισμός 3. μτφ. προσβολή που γίνεται σε κάποιον με την αφαίρεση τών όπλων του … Dictionary of Greek
παρόπλιση — η [παροπλίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παροπλίζω, παροπλισμός … Dictionary of Greek
ξαρμάτωμα — το, ατος 1. αφαίρεση οπλισμού, αφόπλιση, αφοπλισμός, παροπλισμός. 2. προσβολή από τον αφοπλισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρόπλιση — η βλ. παροπλισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)